ἀπολελυμένας — ἀπολελυμένᾱς , ἀπολύω destroy utterly perf part mp fem acc pl ἀπολελυμένᾱς , ἀπολύω destroy utterly perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… … Dictionary of Greek
ἀπολελυμέναι — ἀπολύω destroy utterly perf part mp fem nom/voc pl ἀπολελυμένᾱͅ , ἀπολύω destroy utterly perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия